στοιχειώνω

στοιχειώνω
Ν [στοιχειό]
1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι)
2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από στοιχειά, κατοικούμαι από φαντάσματα (α. «στοίχειωσε ο σκοτωμένος» β. «όπου σκοτωθεί άνθρωπος, το μέρος στοιχειώνει»)
3. μτφ. μιαίνω έναν τόπο με φόνο ή άλλη αποτρόπαια πράξη
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στοιχειωμένος, -η, -ο
α) (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που έχει στοιχειώσει
β) (για τόπο) αυτός που κατοικείται από φαντάσματα («στοιχειωμένο σπίτι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στοιχειώνω — στοιχειώνω, στοίχειωσα, στοιχειωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στοιχειώνω : η μτχ. στοιχειωμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που κατοικείται από στοιχειά, π.χ. στοιχειωμένο δάσος). Η παθητική φωνή είναι σπάνια (στοιχειώνομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοιχειώνω — στοίχειωσα, στοιχειώθηκα, στοιχειωμένος, γίνομαι στοιχειό ή συχνάζουν στο χώρο μου στοιχειά: Στοίχειωσε το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοίχειωμα — το, Ν [στοιχειώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειώνω, η μεταμόρφωση σε στοιχειό 2. η εγκατάσταση και διαμονή στοιχειού σε έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • αστοίχειωτος — η, ο [στοιχειώνω] 1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο») 2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό …   Dictionary of Greek

  • στοίχειωση — η, Ν [στοιχειώνω] το στοίχείωμα …   Dictionary of Greek

  • στοίχειωμα — το το αποτέλεσμα του στοιχειώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”